- κλωσμάτων
- κλῶσμαclueneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππούραιο — το (Α ἱππούραιον) νεοελλ. σύνολο κλωσμάτων παλιού άχρηστου σχοινιού δεμένων στην άκρη σχοινένιας λαβής σαν αλογοουρά, το οποίο χρησίμευε παλιότερα στο σφουγγάρισμα και στο στέγνωμα τών καταστρωμάτων τών πλοίων, κν. παπάδι ή παπάζι αρχ. η ουρά τού … Dictionary of Greek
έμβολο — το 1. καθετί που μπορεί να μπει μέσα σε άλλο πράγμα, πάσσαλος, σφήνα. 2. εμβολέας (βλ. λ.), έμβολο πυροβόλου. 3. (για πολεμικά πλοία), η αιχμηρή προεξοχή της πλώρης για το τρύπημα του εχθρικού πλοίου. 4. (μηχ.), κυλινδρικό στοιχείο μηχανής ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)